νεοσκύλευτος

νεοσκύλευτος
νεο-σκύλευτος [pron. full] [ῡ], ον,
A newly taken as booty,

ἔντεα AP7.430

(Diosc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοσκύλευτος — νεοσκύλευτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που σκυλεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σκυλεύω] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοσκύλευτα — νεοσκύ̱λευτα , νεοσκύλευτος newly taken as booty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”